- τουπέ
- το, και τουπές, ο, Ν1. αλαζονική στάση, συμπεριφορά ή εμφάνιση2. θράσος, αναίδεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. toupet < αρχ. γαλλ. top «άκρη, μύτη, κορυφή»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τουπέ — το άκλ. (λ. γαλλ.), αλαζονική στάση, θράσος, αναίδεια: Του μίλησε με τουπέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)